Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸν πώγωνα

См. также в других словарях:

  • πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • брада — БРАД|А (35), Ы с. 1.Нижняя часть лица, подбородок: възложи(т) наглавиѥ вьрхоу главы ѥго. и покрывъ до брады. ˫ако не видѣноу быти лицю. УСт XII/XIII, 273 об.; ѡполѣша власи на главѣ ми и на брадѣ. ПКП 1406, 161б. 2. Борода: не постригаите бра(д)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CUTIS — delicatulis olim sollicite curata, faciei inprimis. Hinc de Traiani delicatis Spartianus, saepe lini consuevisse, tradit; tum ad nitorem candoremque cutis conciliandum, tum ne cito barbati essent. Martialis vero de muliere, l. 10. Epigr. 68. v. 3 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MANUUM Gesticulatio ac Formatio ridicula — ad alios deridendos, indigitatur Tertulliâno de Pallio, c. 4. cum ait: Et acie figere, et manibus destinare et nutu tradere merito sit. Ubi tria haec iungit, Oculos, Manus, nutus. Sic Appuleius Metamorph. l. 3. Nec qui laverim qui terserim, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταξυρώ — καταξυρῶ, άω (Α) ξυρίζω εντελώς, ώς την επιδερμίδα («κατεξυρημένος τὸν πώγωνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ξυρῶ «ξυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μισοπώγων — μισοπώγων, ωνος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που μισεί τον πώγωνα, δηλαδή τους γενειοφόρους φιλοσόφους 2. ως κύριο όν. Μισοπώγων σκωπτικό έργο τού αυτοκράτορα Ιουλιανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + πώγων «γενειάδα»] …   Dictionary of Greek

  • ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής …   Dictionary of Greek

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

  • καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μύττακες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί Ἴωνες πώγωνα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα τού Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη τού στ σε ττ ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»